κατησκημένῃ

κατησκημένῃ
κατασκέω
practise
perf part mp fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατασκώ — κατασκῶ, έω (Α) 1. εξασκώ πάρα πολύ, συστηματικά 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) κατησκημένος, η , ον αυτός που έχει επιτευχθεί μετά από επίπονη και συστηματική άσκηση (α. «ἀκριβὴς καὶ κατησκημένη δίαιτα», Πλούτ. β. «κατησκημένος τὸν βίον», Μέγ. Βασίλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”